Αμυγδαλέζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αμυγδαλέζα
      γενική της Αμυγδαλέζας
    αιτιατική την Αμυγδαλέζα
     κλητική Αμυγδαλέζα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αμυγδαλέζα < αρβανίτικη midhale (αμυγδαλιά) + -za[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.mi.ɣðaˈle.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐μυ‐γδα‐λέ‐ζα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αμυγδαλέζα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. συνοικία των Αχαρνών
  2. οικισμός της Αττικής κοντά στη Σταμάτα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2010)