αμυγδαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμυγδαλιά | οι | αμυγδαλιές |
γενική | της | αμυγδαλιάς | των | αμυγδαλιών |
αιτιατική | την | αμυγδαλιά | τις | αμυγδαλιές |
κλητική | αμυγδαλιά | αμυγδαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμυγδαλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀμυγδαλέα με συνίζηση στην κατάληξη -ιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.mi.ɣðaˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μυ‐γδα‐λιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμυγδαλιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο στο γένος Prunus Amygdalus με μικρά άσπρα ή ροζ λουλούδια, το οποίο παράγει αμύγδαλα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μυγδαλιά (λαϊκό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
τοπωνύμια:
- Αμυγδαλέζα
- Αμυγδαλεώνας
- Αμυγδαλιά
- Μυγδαλιά
- → δείτε και τη λέξη αμύγδαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμυγδαλιά
Πηγές[επεξεργασία]
- αμυγδαλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμυγδαλιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)