Ανναμπέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανναμπέλα | οι | Ανναμπέλες |
γενική | της | Ανναμπέλας | — | |
αιτιατική | την | Ανναμπέλα | τις | Ανναμπέλες |
κλητική | Ανναμπέλα | Ανναμπέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ανναμπέλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Annabella
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ανναμπέλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Άνναμπελ
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)