Αρίστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άριστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρίστος οι Αρίστοι
      γενική του Αρίστου των Αρίστων
    αιτιατική τον Αρίστο τους Αρίστους
     κλητική Αρίστο Αρίστοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αρίστος < περικοπή αρσενικών ονομάτων με θέμα που αρχίζει από Αριστ-, όπως Αριστείδης, Αριστοτέλης κ.τ.π.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αρίστος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]