Αχιλλείδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αχιλλείδης | οι | Αχιλλείδηδες |
γενική | του | Αχιλλείδη* | των | Αχιλλείδηδων |
αιτιατική | τον | Αχιλλείδη | τους | Αχιλλείδηδες |
κλητική | Αχιλλείδη | Αχιλλείδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αχιλλείδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αχιλλείδης < + -είδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αχιλλείδης αρσενικό (θηλυκό Αχιλλείδη ή Αχιλλείδου)