Βαλιαρίδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Βαλιαρίδες
      γενική τῶν Βαλιαρίδων
      δοτική ταῖς Βαλιαρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς Βαλιαρίδᾰς
     κλητική ! Βαλιαρίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βαλιαρίδες < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βαλιαρίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]