Ευγενίδειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ευγενίδειο | τα | Ευγενίδεια |
γενική | του | Ευγενίδειου & Ευγενιδείου |
των | Ευγενίδειων & Ευγενιδείων |
αιτιατική | το | Ευγενίδειο | τα | Ευγενίδεια |
κλητική | Ευγενίδειο | Ευγενίδεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ευγενίδειο < από το επώνυμο του δωρητή Ευγενίδ(ης) + -ειο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ev.ʝeˈni.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐γε‐νί‐δει‐ο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ευγενίδειο ουδέτερο
- (επωνυμία) ονομασία επιστημονικού ιδρύματος στο Παλαιό Φάληρο
- (επωνυμία) νοσοκομείο της Αθήνας
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη Ευγενίδης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ευγενίδειο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)