Κασίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κασίδα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κασίδα < γενική ενικού του αρσενικού Κασίδας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈsi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐σί‐δα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κασίδα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Κασίδα αρσενικό