Κινόστερνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κινόστερνο < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Kinosternon
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Κινόστερνο ουδέτερο
- (σπάνιο) ταξινομικός όρος - γένος: μικρή υδρόβια χελώνα που ζει στην Αμερική, της οικογένειας Kinosternidae (Κινοστερνίδες)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Κινόστερνον (καθαρεύουσα)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η λέξη δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερη διάδοση/χρήση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Kinosternon στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κινόστερνο
Πηγές[επεξεργασία]
- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 14 (Αθήνα: Πυρσός, 1930), σ. 439, λήμμα «κινόστερνον».
- Ο θαυμαστός κόσμος των ζώων, τόμ. 8 (Αθήνα: Τεγόπουλος-Νίκας, 1973) σ. 209.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)