Κιούρτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κούρτης, κιούρτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κιούρτης οι Κιούρτηδες
      γενική του Κιούρτη των Κιούρτηδων
    αιτιατική τον Κιούρτη τους Κιούρτηδες
     κλητική Κιούρτη Κιούρτηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κιούρτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική Kürt + -ης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κιούρτης αρσενικό (θηλυκό Κιούρτισσα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κιούρτης αρσενικό (θηλυκό Κιούρτη)

Μεταγραφές[επεξεργασία]