Κουρουνοχώρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κουρουνοχώρι | τα | Κουρουνοχώρια |
γενική | του | Κουρουνοχωρίου | των | Κουρουνοχωρίων |
αιτιατική | το | Κουρουνοχώρι | τα | Κουρουνοχώρια |
κλητική | Κουρουνοχώρι | Κουρουνοχώρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κουρουνοχώρι < κουρούν(α) + -ο- + -χώρι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κουρουνοχώρι ουδέτερο (παλιότερα Κουρουνοχώριον)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κουρουνοχώρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με επίθημα -χώρι (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)