Λιδορικιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λιδορικιώτης οι Λιδορικιώτες
      γενική του Λιδορικιώτη των Λιδορικιωτών
    αιτιατική τον Λιδορικιώτη τους Λιδορικιώτες
     κλητική Λιδορικιώτη Λιδορικιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λιδορικιώτης < Λιδορίκ(ι) + -ιώτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.ðo.ɾiˈco.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λι‐δο‐ρι‐κιώ‐της

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λιδορικιώτης αρσενικό (θηλυκό Λιδορικιώτισσα)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]