Μανιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μανιώ, μανιῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μανιώ
      γενική της Μανιώς
    αιτιατική τη Μανιώ
     κλητική Μανιώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μανιώ < μανιώ (=μάνα)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μανιώ θηλυκό

  • γυναικείο όνομα
    ※  Παρά τα βασανιστήρια που υπέστη, δεν ομολόγησε ότι ήταν ο καταζητούμενος Νικόλαος Βλαχάβας. Τελικά, σώθηκε χάρη στη μεσολάβηση του μέλλοντος πεθερού του. Σε αναγνώριση της ευεργεσίας του παντρεύτηκε την κόρη του Μανιώ. Πότε συνέβησαν αυτά δεν είναι γνωστό, πάντως πριν από το 1865. (Νημάς Θεόδωρος, «Νεότερα στοιχεία για την ηρωική οικογένεια των Βλαχαβαίων», Τρικαλινά, 1 (1981) 147–148).

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]