Μοναρχιανισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μοναρχιανισμός οι Μοναρχιανισμοί
      γενική του Μοναρχιανισμού των Μοναρχιανισμών
    αιτιατική τον Μοναρχιανισμό τους Μοναρχιανισμούς
     κλητική Μοναρχιανισμέ Μοναρχιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μοναρχιανισμός < μοναρχία + -ισμός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μοναρχιανισμός αρσενικό

  • σύνολο χριστιανικών θεολογικών διδασκαλιών που παρουσιάστηκαν κατά τον 2ο αιώνα και επικεντρώνονται στο ότι ο Θεός είναι ένας, και ότι Αυτός μόνος είναι ο μοναδικός κυρίαρχος.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]