Νικολάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Νικολάτος < Νικόλ(αος) ή Νικόλ(ας) + -άτος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νικολάτος αρσενικό (θηλυκό Νικολάτου)
Νικολάτος αρσενικό (θηλυκό Νικολάτου)