Παζαριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Παζαριώτης < παζαριώτης
Κύριο όνομα 1[επεξεργασία]
Παζαριώτης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Παζαριώτης
→ δείτε τη λέξη Παζαρίτης |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παζαριώτης | οι | Παζαριώτηδες |
γενική | του | Παζαριώτη* | των | Παζαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Παζαριώτη | τους | Παζαριώτηδες |
κλητική | Παζαριώτη | Παζαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Παζαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Παζαριώτης < πατριδωνυμικό Παζαριώτης
Κύριο όνομα 2[επεξεργασία]
Παζαριώτης αρσενικό (θηλυκό Παζαριώτη ή Παζαριώτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)