Πομάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πομάκος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πομάκος οι Πομάκοι
      γενική του Πομάκου των Πομάκων
    αιτιατική τον Πομάκο τους Πομάκους
     κλητική Πομάκε Πομάκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πομάκος < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική помаци (pomaci), ονομαστική πληθυντικού του помак < σλαβικής προέλευσης по̀мак

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πομάκος αρσενικό (θηλυκό Πομάκα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]