Πρεβεζάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Πρεβεζάνος[1] αρσενικό (θηλυκό Πρεβεζάνα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Πρέβεζα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πρεβεζάνος αρσενικό (θηλυκό (Πρεβεζάνου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πρεβεζάνος
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άνος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)