Πρότυπο:grc-κλίση-'κολοβός'

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Lua logo
Αυτό το πρότυπο
χρησιμοποιεί LUA
Module:grc-adj-decl/2

Οξύτονα δικατάληκτα επίθετα σε -ος, -ος, -ον με επιπλέον τρικατάληκτη κλίση, είτε σε -ος, -η, -ον είτε σε -ος, -α, -ον. To πρότυπο αναγνωρίζει αυτόματα τις υποκατηγορίες. Γράφουμε

{{grc-κλίση-'κολοβός'}}


Κατηγορία:Επίθετα με κλίση όπως το 'κολοβός' (αρχαία ελληνικά)


Παράμετροι[επεξεργασία]

  • |παρατήρηση= Προσθέτει στον πίνακα κλίσης μια γραμμή με το κείμενο που θα γράψουμε.
  • |λήμμα= Aν επιθυμούμε να κλίνουμε άλλο λήμμα απ' αυτό της σελίδας όπου βρισκόμαστε.
  • |θέματα=   Επιπλέον γραμμή όπου συμπληρώνουμε προαιρετικά το θέμα με την προσωδία του

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κολοβός κολοβή τὸ κολοβόν
      γενική τοῦ/τῆς κολοβοῦ τῆς κολοβῆς τοῦ κολοβοῦ
      δοτική τῷ/τῇ κολοβ τῇ κολοβ τῷ κολοβ
    αιτιατική τὸν/τὴν κολοβόν τὴν κολοβήν τὸ κολοβόν
     κλητική ! κολοβέ κολοβή κολοβόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κολοβοί αἱ κολοβαί τὰ κολοβᾰ́
      γενική τῶν κολοβῶν τῶν κολοβῶν τῶν κολοβῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς κολοβοῖς ταῖς κολοβαῖς τοῖς κολοβοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς κολοβούς τὰς κολοβᾱ́ς τὰ κολοβᾰ́
     κλητική ! κολοβοί κολοβαί κολοβᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κολοβώ τὼ κολοβᾱ́ τὼ κολοβώ
      γεν-δοτ τοῖν κολοβοῖν τοῖν κολοβαῖν τοῖν κολοβοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος.
Παρατήρηση με όρθια ή πλάγια γράμματα.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμαυρός ἀμαυρᾱ́ τὸ ἀμαυρόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀμαυροῦ τῆς ἀμαυρᾶς τοῦ ἀμαυροῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀμαυρ τῇ ἀμαυρ τῷ ἀμαυρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμαυρόν τὴν ἀμαυρᾱ́ν τὸ ἀμαυρόν
     κλητική ! ἀμαυρέ ἀμαυρᾱ́ ἀμαυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμαυροί αἱ ἀμαυραί τὰ ἀμαυρᾰ́
      γενική τῶν ἀμαυρῶν τῶν ἀμαυρῶν τῶν ἀμαυρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμαυροῖς ταῖς ἀμαυραῖς τοῖς ἀμαυροῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμαυρούς τὰς ἀμαυρᾱ́ς τὰ ἀμαυρᾰ́
     κλητική ! ἀμαυροί ἀμαυραί ἀμαυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμαυρώ τὼ ἀμαυρᾱ́ τὼ ἀμαυρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀμαυροῖν τοῖν ἀμαυραῖν τοῖν ἀμαυροῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἀμαυρός' όπως «ἀμαυρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


Καλείται το Module:grc-adj-decl