Πυανεψιών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πυανεψιών | οἱ | Πυανεψιῶνες |
γενική | τοῦ | Πυανεψιῶνος | τῶν | Πυανεψιώνων |
δοτική | τῷ | Πυανεψιῶνῐ | τοῖς | Πυανεψιῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Πυανεψιῶνᾰ | τοὺς | Πυανεψιῶνᾰς |
κλητική ὦ! | Πυανεψιών | Πυανεψιῶνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πυανεψιῶνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πυανεψιώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πυανεψιών < Πυανέψια < πύανος + ἔψω (βράζω κουκιά) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πυανεψιών, -ῶνος αρσενικό
- Πυανεψιώνας, ο τέταρτος μήνας στο αττικό ημερολόγιο, από τη γιορτή Πυανέψια ή Πυανόψια η οποία ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα, περίπου 22 Σεπτεμβρίου - 20 Οκτωβρίου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Πυανοψιών (στη Μίλητο της Ιωνίας)
Μήνες του αττικού ημερολογίου[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Πυανεψιών στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πυανεψιών
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πυανεψιών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πυανεψιών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χειμών' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'χειμών' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'χειμών' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ημερολόγιο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)