Πύρρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πύρρα
      γενική της Πύρρας
    αιτιατική την Πύρρα
     κλητική Πύρρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πύρρα < αρχαία ελληνική Πύρρα[1], θηλυκό του Πύρρος, < πυρρός < πῦρ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πύρρα θηλυκό

  1. (μυθολογία) σύζυγος του Δευκαλίωνα, με τέκνα τον Έλληνα, τον Αμφικτύονα και την Πρωτογένεια
  2. γυναικείο όνομα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Πύρρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.