Σαββατιανό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σαββατιανό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Σταφύλια από Σαββατιανό αμπέλι.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σαββατιανό τα Σαββατιανά
      γενική του Σαββατιανού των Σαββατιανών
    αιτιατική το Σαββατιανό τα Σαββατιανά
     κλητική Σαββατιανό Σαββατιανά
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σαββατιανό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σαββατιανός < Σάββατο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σαββατιανό ουδέτερο

  • (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ιδιαίτερα διαδεδομένη και ιστορική ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στην Ελλάδα (κυρίως στην Αττική) και παράγει λευκό κρασί
    ※  Έκανε προχθές την πρώτη του θριαμβευτική είσοδο στην πρωτεύουσα «επί πώλου όνου» το σαββατιανό: ο βασιλιάς των σταφυλιών –κι ας είναι το λαϊκότερο απ’ όλα τα σταφύλια— καβάλα επάνω στο βασιλιά των τετραπόδων – κι ας είναι το ταπεινότερο απ’ όλα τα τετράποδα! (Κώστας Βάρναλης, Το σαββατιανό σταφύλι, εφημερίδα Πρωία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]