Σακκά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σάκκα, Σάκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σακκά < γενική ενικού του αρσενικού Σακκάς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σακ‐κά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σακκά θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Σακκά αρσενικό