Σαρμά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σαρμά < γενική ενικού του αρσενικού Σαρμάς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /saɾˈma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σαρ‐μά
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σαρμά θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Σαρμά αρσενικό