Σκουάση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σκουάση
      γενική της Σκουάσης
    αιτιατική τη Σκουάση
     κλητική Σκουάση
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σκουάση < αρβανίτικη Shkuaza

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skuˈa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκου‐ά‐ση

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σκουάση θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954 (λήψη αρχείου PDF)