Σκουφά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σκουφά < γενική ενικού του αρσενικού Σκουφάς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /skuˈfa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκου‐φά
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σκουφά θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Σκουφά αρσενικό