Σκύλλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σκύλλαιο | ||
γενική | του | Σκυλλαίου & Σκύλλαιου | ||
αιτιατική | το | Σκύλλαιο | ||
κλητική | Σκύλλαιο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σκύλλαιο < αρχαία ελληνική Σκύλλαιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsci.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκύλ‐λαι‐ο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σκύλλαιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ακρωτήρια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Ακρωτήρια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)