Σπιθάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σπιθάρι | τα | Σπιθάρια |
γενική | του | Σπιθαριού | των | Σπιθαριών |
αιτιατική | το | Σπιθάρι | τα | Σπιθάρια |
κλητική | Σπιθάρι | Σπιθάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σπιθάρι < σπιθάρι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spiˈθa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπι‐θά‐ρι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σπιθάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)