Φρεαττυδιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φρεαττυδιώτης < Φρεαττύδ(α) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɾe.a.tiˈðʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φρε‐ατ‐τυ‐διώ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Φρεαττυδιώτης αρσενικό (θηλυκό Φρεαττυδιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από τη Φρεαττύδα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φρεαττυδιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Φρεαττύδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Φρεαττυδιώτης
|