ίππευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίππευση | οι | ιππεύσεις |
γενική | της | ίππευσης* | των | ιππεύσεων |
αιτιατική | την | ίππευση | τις | ιππεύσεις |
κλητική | ίππευση | ιππεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιππεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίππευση < (ελληνιστική κοινή) ἵππευσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίππευση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιππεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ίππος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ίππευση