αβανταδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβανταδόρος αρσενικό
- αυτός που βοηθάει, κυρίως σε ανέντιμες δουλειές
- άτομο που υποδύεται τον πελάτη ή τον παίκτη, συνήθως επιδεικτικά, με σκοπό να προσελκύσει άλλους πελάτες ή παίκτες.
- οι παπατζήδες έχουν πάντοτε κάποιον αβανταδόρο
- αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης.
- (προφορικό) τρακαδόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβανταδόρος
|