αγγαροδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγαροδουλειά | οι | αγγαροδουλειές |
γενική | της | αγγαροδουλειάς | των | αγγαροδουλειών |
αιτιατική | την | αγγαροδουλειά | τις | αγγαροδουλειές |
κλητική | αγγαροδουλειά | αγγαροδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγαροδουλειά < αγγαρεί(α) + -ο- + δουλειά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγαροδουλειά θηλυκό
- μια εργασία που πρέπει να οφείλει να κάνει κάποιος υποχρεωτικά, για την οποία όμως του λείπει η προθυμία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγαροδουλειά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)