αγκωνάγρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκωνάγρα | οι | αγκωνάγρες |
γενική | της | αγκωνάγρας | — | |
αιτιατική | την | αγκωνάγρα | τις | αγκωνάγρες |
κλητική | αγκωνάγρα | αγκωνάγρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγκωνάγρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγκωνάγρα
|