αγριμολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγριμολόγος οι αγριμολόγοι
      γενική του/της αγριμολόγου των αγριμολόγων
    αιτιατική τον/την αγριμολόγο τους/τις αγριμολόγους
     κλητική αγριμολόγε αγριμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριμολόγος < αγρίμι + -λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριμολόγος αρσενικό

  1. ο κυνηγός των αγριμιών, ο αγριμοκυνηγός
    -Ποιος είν’ ο νιος ο κυνηγός, ο νιος αγριμολόγος, // που δε φοβάται το θεριό και δε τρομάσσει δράκο; (από κρητικό ριζίτικο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]