αγριοκοκόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγριοκοκόρι | τα | αγριοκοκόρια |
γενική | του | αγριοκοκοριού | των | αγριοκοκοριών |
αιτιατική | το | αγριοκοκόρι | τα | αγριοκοκόρια |
κλητική | αγριοκοκόρι | αγριοκοκόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουδέτερο (και αρσενικό ο αγριοκόκορας)
- η αρσενική αγριόκοτα