αγωγιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγωγιαστής < μεσαιωνική ελληνική αγωγιαστής < αγωγιάζω < αγώγι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγωγιαστής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγωγιαστής
|