αεροψύκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροψύκτης αρσενικό
- (νεολογισμός) συσκευή ή κατασκευή που ψύχει χρησιμοποιώντας αέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροψύκτης
|