αισθητότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισθητότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αισθητός
- το να μπορεί κάποιος να αισθάνεται, να αντιλαμβάνεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισθητότητα