ακομπανιαμέντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακομπανιαμέντο τα ακομπανιαμέντα
      γενική του ακομπανιαμέντου των ακομπανιαμέντων
    αιτιατική το ακομπανιαμέντο τα ακομπανιαμέντα
     κλητική ακομπανιαμέντο ακομπανιαμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακομπανιαμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική accompagnamento

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kom.pa.ɲaˈmen.to/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακομπανιαμέντο ουδέτερο

  1. (μουσική) συγχορδία που συνοδεύει ρυθμικά μια μελωδία
  2. γενικά, η συνοδεία ενός σολίστα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]