ακοντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακοντισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκοντισμός (ρίξιμο ακοντίου)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kon.diˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐ντι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακοντισμός αρσενικό
- (αθλητισμός) αγώνισμα κατά το οποίο ο ακοντιστής προσπαθεί να ρίξει ένα ακόντιο και να σφηνώσει στο χώμα με στόχο το ακόντιο να έχει διανύσει μια μακρινή απόσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακοντισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)