αλγοϋποδοχέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλγοϋποδοχέας οι αλγοϋποδοχείς
      γενική του αλγοϋποδοχέα
αλγοϋποδοχέως
των αλγοϋποδοχέων
    αιτιατική τον αλγοϋποδοχέα τους αλγοϋποδοχείς
     κλητική αλγοϋποδοχέα αλγοϋποδοχείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλγοϋποδοχέας < άλγ(ος) + -ο- + υποδοχέας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλγοϋποδοχέας θηλυκό

  • νευρικός αισθητήρας με τον οποίο ένας οργανισμός αντιλαμβάνεται τον πόνο.
    ※  Τα καρκινοειδή και πολλοί ακόμα οργανισμοί διαθέτουν ειδικούς υποδοχείς (αλγοϋποδοχείς) που αντιλαμβάνονται τα επικίνδυνα ερεθίσματα και ενεργοποιούν ένα ταχύτατο ανακλαστικό αποφυγής. (εφημερίδα Το Βήμα, 18/1/2013)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]