αλληλοδιδακτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλληλοδιδακτικό τα αλληλοδιδακτικά
      γενική του αλληλοδιδακτικού των αλληλοδιδακτικών
    αιτιατική το αλληλοδιδακτικό τα αλληλοδιδακτικά
     κλητική αλληλοδιδακτικό αλληλοδιδακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλληλοδιδακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλληλοδιδακτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλληλοδιδακτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αλληλοδιδακτικό