αλληλοδιδακτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλοδιδακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλληλοδιδακτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλληλοδιδακτικό ουδέτερο
- (εκπαίδευση, παρωχημένο) σχολείο που ακολουθούσε την αλληλοδιδακτική μέθοδο διδασκαλίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοδιδακτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αλληλοδιδακτικό
- αιτιατική ενικού του αλληλοδιδακτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλληλοδιδακτικός