αναληπτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναληπτικό τα αναληπτικά
      γενική του αναληπτικού των αναληπτικών
    αιτιατική το αναληπτικό τα αναληπτικά
     κλητική αναληπτικό αναληπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναληπτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναληπτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναληπτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αναληπτικό