αναληπτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναληπτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναληπτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναληπτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου με αναληπτική δράση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναληπτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναληπτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναληπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναληπτικός