αναποτελεσματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναποτελεσματικότητα < αναποτελεσματικ(ός) + -ότητα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.po.te.le.zma.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πο‐τε‐λε‐σμα‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναποτελεσματικότητα θηλυκό
- η μη αποτελεσματικότητα, το αρνητικό αποτέλεσμα μιας προσπάθειας, εκείνο που δεν φέρνει το ποθητό αποτέλεσμα χωρίς απαραιτήτως να φέρει και κάτι κακό, η αδυναμία ανθρώπων ή μέσων να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναποτελεσματικότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)