ανθοκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθοκόμος < (ελληνιστική κοινή) ἀνθοκόμος < αρχαία ελληνική ἄνθος + -κόμος < κομέω / κομῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -κόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που συστηματικά καλλιεργεί καλλωπιστικά φυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθοκομείο
- ανθοκομία
- ανθοκομικός
- ανθοκομώ
- → δείτε τη λέξη άνθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθοκόμος