ανθοκομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθοκομία οι ανθοκομίες
      γενική της ανθοκομίας των ανθοκομιών
    αιτιατική την ανθοκομία τις ανθοκομίες
     κλητική ανθοκομία ανθοκομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθοκομία < (καθαρεύουσα) ἀνθοκομία / ανθοκόμ(ος) + -ία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική floriculture ή από τη γερμανική Blumenzucht.[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε ανθο- + -κομία.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.θo.koˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θο‐κο‐μί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθοκομία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]