ανθρωπόμαζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρωπόμαζα < ανθρωπομάζα με μετακίνηση τόνου: ανθρωπό- + μάζα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.θɾoˈpo.ma.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πό‐μα‐ζα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρωπόμαζα θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του ανθρωπομάζα
- ※ Τὰ πλήθη συμπεπυκνωμένα σχηματίζουσι τεραστίαν ἀνθρωπόμαζαν, συρίζουσαν, βοῶσαν, ὠρυομένην, ἐκβεβακχευμένην, στρηνιῶσαν. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρωπόμαζα
→ δείτε τη λέξη ανθρωποσύναξη |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθρωπό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)