ανθυποψήφια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθυποψήφια < ανθυποψήφιος + -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθυποψήφια θηλυκό (αρσενικό: ανθυποψήφιος)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθυποψήφια
|