ανθόγαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανθόγαλα | τα | ανθογάλατα |
γενική | του | ανθογάλατος | των | ανθογαλάτων |
αιτιατική | το | ανθόγαλα | τα | ανθογάλατα |
κλητική | ανθόγαλα | ανθογάλατα | ||
Υπάρχει και θέμα ανθογαλακτ: ανθογάλακτος | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθόγαλα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) → δείτε τη λέξη ανθόγαλο (Πόντος, Κρήτη, Κύθηρα, Ήπειρος, κ.α.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ανθόγαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθόγαλα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ανθόγαλα - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»