ανισοπεδοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανισοπεδοποίηση | οι | ανισοπεδοποιήσεις |
γενική | της | ανισοπεδοποίησης | των | ανισοπεδοποιήσεων |
αιτιατική | την | ανισοπεδοποίηση | τις | ανισοπεδοποιήσεις |
κλητική | ανισοπεδοποίηση | ανισοπεδοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανισοπεδοποίηση (νεολογισμός) < ανισόπεδ(ος) + -ποίηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανισοπεδοποίηση θηλυκό
- (μηχανική) η δημιουργία ανισόπεδου κόμβου κυκλοφορίας οχημάτων
- ※ Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση, πρότειναν την κατασκευή της Αστικής Σήραγγας Ηλιούπολης αλλά και την ανισοπεδοποίηση της Λεωφόρου Βουλιαγμένης έχοντας μια φρέσκια ματιά και κάνοντας πράξη το value engineering. (* @michanikos)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανισοπεδοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ισο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)